- ἀηδεῖν
- ἀηδέωfeel disgust atpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτολήδεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πρῶτον ἀποπειρᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λήδεσθαι. Κατά μία άποψη, το β συνθ. συνδέεται με τα ἀηδέω / ἀδέω «είμαι κουρασμένος, αισθάνομαι αηδία», τών οποίων και αποτελεί αλλοιωμένη μορφή (πρβλ. Ησύχ. ληδεῖν «κοπιάν,… … Dictionary of Greek